- χασομέρι
- το, Ν1. το να περνά κανείς τον καιρό του χωρίς να εργάζεται2. (ειδικότερα) απώλεια εργάσιμου χρόνου3. χρονοτριβή, καθυστέρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. χασο- (< θ. χασ- τού αορ. τού ρ. χάνω + συνδετικό φωνήεν -ο-) + μέρα].
Dictionary of Greek. 2013.