χασομέρι

χασομέρι
το, Ν
1. το να περνά κανείς τον καιρό του χωρίς να εργάζεται
2. (ειδικότερα) απώλεια εργάσιμου χρόνου
3. χρονοτριβή, καθυστέρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. χασο- (< θ. χασ- τού αορ. τού ρ. χάνω + συνδετικό φωνήεν -ο-) + μέρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χασομέρι — το 1. το να χάνει κανείς την ημέρα του χωρίς να εργάζεται. 2. χρονοτριβή. 3. απώλεια ημερομισθίων από έλλειψη εργασίας: Ποιος θα μου πληρώσει τα χασομέρια; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασομέρης — ο, θηλ. χασομέρισσα, Ν [χασομέρι] 1. αργόσχολος 2. αυτός που χρονοτριβεί, που καθυστερεί …   Dictionary of Greek

  • χρονισμός — ο, ΝΜΑ [χρονίζω] μεγάλη και συνήθως αδικαιολόγητη αργοπορία, χασομέρι, χρονοτριβή μσν. εκκλ. χρονική περίοδος πριν από την έλευση τού Ιησού Χριστού αρχ. 1. παραμονή σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. (για νόσημα) η μετατροπή σε χρόνιο …   Dictionary of Greek

  • χρονοτριβή — η, Ν απώλεια χρόνου, καθυστέρηση, αργοπορία, χασομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χρονοτριβώ] …   Dictionary of Greek

  • χρονοτριβή — η καθυστέρηση, αργοπορία, χασομέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”